- κοστούμι
- τοβλ. κουστούμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοστούμι — κοστούμι, το και κουστούμι, το (λ. ιταλ.), ενδυμασία, φορεσιά: Πήρα ένα καλοκαιρινό κοστούμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… … Dictionary of Greek
πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αμφίεση — η (Μ ἀμφίεσις) [ἀμφιέννυμι] ενδυμασία, φορεσιά, κοστούμι … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek